- βοηθιέμαι
- βοηθιέμαι, βοηθήθηκα, βοηθημένος βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:βοηθιέμαι : από το λόγιο τύπο βοηθούμαι έχει επιβιώσει στο σύγχρονο λόγο η μτχ. ενεστώτα βοηθούμενος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλοβοηθιέμαι — και βοηθούμαι βοηθιέμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν βοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + βοηθώ ( ιέμαι, ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοβοηθητικός] … Dictionary of Greek
συνεργώ — συνεργῶ, έω, ΝΜΑ [συνεργός] συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ. γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ»,… … Dictionary of Greek